- κορωνόβιος
- κορωνόβιος, -ον (Μ)1. αυτός που έζησε πολλά χρόνια, κορακοζώητος2. φρ. «κορωνόβιον γῆρας» — βαθιά γερατειά.[ΕΤΥΜΟΛ. < κορώνη «κουρούνα» + -βιος (< βίος), πρβλ. αιωνό-βιος, νυκτό-βιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κορώνη — I Μεγάλος παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 1.668 κάτ.) στην πρώην επαρχία Πυλίας του νομού Μεσσηνίας. Βρίσκεται στο νότιο άκρο της δυτικής ακτής του Μεσσηνιακού κόλπου, 52 χλμ. ΝΔ της Καλαμάτας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κορώνης. Ιστορία. Η Κ … Dictionary of Greek